
Βασικό στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων αποτελεί η αλληλεπίδραση με το άλλο άτομο σε οποιουδήποτε τύπου σχέση (ερωτική, φιλική, οικογενειακή, επαγγελματική). Πολλές φορές οι ανάγκες, οι επιθυμίες, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις που χαρακτηρίζουν μία σχέση δεν είναι ξεκάθαρες και στα δύο μέλη, ενώ πολλές φορές ούτε στο ίδιο το μέλος που τα αισθάνεται ή τα αφορούν. Άλλες φορές παρατηρείται, ενω υπάρχει συναίσθηση και γνώση των παραπάνω, να μην επικοινωνούνται στο άλλο μέλος της σχέσης, ή συχνότερα να μην επικοινωνούνται αποτελεσματικά.
Οι βασικότεροι τρόποι μη αποτελεσματικής επικοινωνίας των παραπάνω στοιχείων των σχέσεων έχει βρεθεί πως είναι είτε η παθητική στάση είτε η επιθετική στάση του ατόμου που επιχειρεί να επικοινωνήσει. Έτσι, αν σκεφτούμε την επικοινωνία σαν ένα δίπολο, στον έναν πόλο θα τοποθετούσαμε την παθητική στάση, όπου το άτομο δεν επικοινωνεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και δεν διεκδικεί τα δικαιώματά του μέσα στη σχέση, ενώ τοποθετεί τις ανάγκες του άλλου μέλους σε προτεραιότητα ενώ στον άλλο πόλο θα τοποθετούσαμε την επιθετική στάση, όπου το άτομο, αντίθετα, δε λαμβάνει υπόψιν του τις ανάγκες και επιθυμίες του άλλου, του εκφράζει μόνο τις υποχρεώσεις του χωρίς να του αναγνωρίζει τα δικαιώματά του, και τοποθετεί τις δικές του ανάγκες σε προτεραιότητα. Όπως γίνεται αντιληπτό, κανένας από τους παραπάνω τρόπους δεν είναι λειτουργικός και αποτελεσματικός σε επίπεδο επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης.
Γι αυτόν το λόγο, ο ιδανικότερος τρόπος, αποφεύγοντας την πόλωση, φεύγοντας από τα άκρα και πλησιάζοντας προς τη μέση, βρίσκουμε ισορροπία μέσα από τη διεκδικητική στάση, κατά την οποία το άτομο εκφράζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, διεκδικεί τα δικαιώματά του, αναλαμβάνει τις ευθύνες του, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει, σέβεται και καλύπτει τις ανάγκες του άλλου παράλληλα με τις δικές του.

Ο θυμός, όπως και τα υπόλοιπα συναισθήματα, αποτελεί ένα φυσιολογικό και αποδεκτό συναίσθημα, και είναι χρήσιμο να εκφράζεται λειτουργικά, αντί να καταπνίγεται. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις η έντασή του είναι τόση (οργή) και σε συνδυασμό με ελλιπείς επικοινωνιακές δεξιότητες, εκφραζεται με επιθετικότητα εις βάρος της άλλης πλευράς, καταλήγοντας συχνά σε κακοποιητική συμπεριφορά (λεκτική ή σωματική), με πρόθεση ή χωρίς. Κάτι τέτοιο δεν είναι, για κανέναν λόγο αποδεκτό.
Αντίθετα, μπορούμε σταδιακά να μάθουμε από την αρχή πως να διαχειριζόμαστε το θυμό, όταν η ένταση του αυξάνεται τόσο που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας. Σκοπός μας είναι η διαχείριση και η αποτελεσματικότερη έκφραση του θυμού και όχι η φίμωσή του, όχι ο πνιγμός του, ούτε η εξαφάνισή του.
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε και να θυμόμαστε, πως αρκετά συχνά ο θυμός μπορεί να αποτελεί τη μεταμφίεση της λύπης ή και του άγχους, ακόμη και της ευαλωτότητας. Μέσα από τη θεραπεία, μαθαίνουμε επίσης να αναγνωρίζουμε πότε ο θυμός είναι πραγματικά θυμός και πότε είναι ένα άλλο, καλά μεταμφιεσμένο, συναίσθημα, που παρουσιάστηκε ως θυμός, γιατί στο συγκεκριμένο άτομο ίσως ο θυμός βιώνεται ευκολότερα από τα άλλα πιθανά συναισθηματα. Γι αυτό έχει σημασία πάντα να παίρνουμε λίγο χρόνο να σκεφτόμαστε, τι είναι αυτό που πυροδότησε το θυμό, και αν βγάζει πραγματικά νόημα ο αυτός ως συναισθηματική αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση ή μήπως κρύβεται κάποιο άλλο συναίσθημα από κάτω. Για παράδειγμα αν δε λάβετε τηλεφώνημα από το άτομο που περιμένετε, και αισθανεσθε θυμό, μήπως στην πραγματικότητα κρύβεται λύπη ή απογοήτευση από πίσω, για το ίδιο γεγονός, συναισθήματα τα οποία ίσως δε σας είναι τόσο εύκολο να βιώσετε;
Ορισμένοι τρόποι που θα μάθουμε να διαχειριζόμαστε και να εκφράζουμε λειτουργικά το θυμό, ειναι:
–να κάνουμε ένα time out, παίρνοντας λίγο χρόνο για τον εαυτό μας, χωρίς να εμπλακούμε ή να συνεχίσουμε το διάλογο ή την πιθανή σύγκρουση, μέχρι να αισθανθούμε ότι πέφτει η “στάθμη” του θυμού, και μπορούμε και πάλι να συνεχίσουμε την αλληλεπίδραση σε μορφή διαλόγου. Μπορούμε μάλιστα να το επικοινωνήσουμε, λέγοντας πως χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να ηρεμήσουμε και πως θα συνεχίσουμε το διάλογο αργότερα.
–οι τεχνικές χαλάρωσης, τις οποίες μαθαίνουμε μαζί, εξασκούμε μόνο όταν είμαστε ήρεμοι, και εφαρμόζουμε τη στιγμή της έξαρσης του θυμού, με αποτέλεσμα και πάλι να πέσει η στάθμη του θυμού και να συνεχίσουμε λειτουργικότερα το διάλογο. Μία εύκολη και συχνά χρησιμοποιούμενη τεχνική είναι αυτή των διαφραγματικών αναπνοών, όπου κάθε εισπνοή κρατά 4’’ και κάθε εκπνοή το ίδιο
–να απαντάμε στο θυμό. Ενώ εφαρμόζουμε τις τεχνικές χαλάρωσης, παράλληλα απευθυνόμαστε στον εαυτό, ηρεμώντας τον και βοξθώντας να σκεφτεί εναλλακτικά. Π.χ. “τι είναι αυτό που με θύμωσε τώρα; μήπως έχει να κάνει περισσότερο με εμένα ο θυμός μου;” “τι μου πυροδότησε το θυμό; πότε θυμάμαι να με έχει ξαναθυμώσει κάτι παρόμοιο; μήπως υπάρχει κάποιο μοτίβο”, “θα βοηθήσει άραγε την κατάσταση, ή να επιτύχω αυτό που θέλω αν ξεσπάσω τώρα, ή θα φέρει τα αντίστροφα αποτελέσματα;”